Salon Concert | Flute and Piano Recital |19.12.2021

ελληνικά

Η έννοια της πνευματικής και καλλιτεχνικής ανταλλαγής μέσα σε ένα μικρό οικείο περιβάλλον αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία τον 17ο και 18ο αι., την περίοδο του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, οπότε το Salon (= «μεγάλο δωμάτιο») εξελίχθηκε σε σημαντικό θεσμό και πεδίο πολιτικής συζήτησης. Στα σαλόνια των Γάλλων διανοούμενων οι προσκεκλημένοι μπορούσαν να απολαύσουν παραστάσεις, συναυλίες, συνδιαλέξεις και ποτά. Τα Salon Concert έγιναν ιδιαιτέρως δημοφιλή τον 19ο αι., οπότε  αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο είδος «μουσικής σαλονιού», κυρίως για πιάνο. Έργα των Schubert, Schumann, τα Νυχτερινά, Πρελούδια, Βαλς, οι Μαζούρκες και Αυτοσχεδιασμοί του Chopin αποτελούσαν το ιδανικό ρεπερτόριο για αυτές τις μουσικές βραδιές, όπως επίσης και οι δεξιοτεχνικές Φαντασίες για διάφορα όργανα πάνω σε οπερατικά θέματα και τα συναισθηματικά τραγούδια.

Σε αυτό το πνεύμα η φλαουτίστα Ναταλία Γεράκη και η πιανίστα Λευκή Καρποδίνη, σολίστ με διεθνή παρουσία, αναβιώνουν την πρακτική των μουσικών σαλονιών του Παρισιού παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με έργα των Gluck, Chopin, Taffanel,  Fauré, Debussy και Bártok, Piazzolla και Καρποδίνη.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
  • CHRISTOPH WILLIBALD GLUCK
    • Χορός των μακαρίων πνευμάτων
      από την όπερα «Ορφέας & Ευρυδίκη»
  • PAUL TAFFANEL
    • Φαντασία πάνω στην όπερα «Ελεύθερος Σκοπευτής»
      του Carl Maria von Weber
  • FRÉDÉRIC CHOPIN
    • Μαζούρκα σε λα ελάσσονα op.17, no.4
      Βαλς σε λα ελάσσονα no.19, B.150 op.Posth
      Πολωνέζα σε λα μείζονα op.40, no.1
  • GABRIEL FAURÉ
    • Après un Rêve
  • CLAUDE DEBUSSY
    • Rêverie
      Reflets dans l’eau
  • BÉLA BARTÓK
    • Ρουμάνικοι λαϊκοί χοροί
  • ΛΕΥΚΗ ΚΑΡΠΟΔΙΝΗ
    • Corona Valse
  • ASTOR PIAZZOLLA
    • Café 1930 & Night Club 1960
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΡΓΑ

CHRISTOPH WILLIBALD GLUCK (Έρασμπαχ 1714 – Βιέννη 1787)
Χορός των μακαρίων πνευμάτων από την όπερα «Ορφέας & Ευρυδίκη», 1762
σε διασκ. για φλάουτο και πιάνο

Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ορφέας υπήρξε ο πρώτος ποιητής και εμπνευσμένος αοιδός. Διδάχτηκε τη λύρα από τον Απόλλωνα. Μάγεψε με αυτή μέχρι και τους θεούς του κάτω κόσμου, όταν κατέβηκε στον Άδη για να διεκδικήσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη που είχε πεθάνει από τσίμπημα φιδιού. Ο Πλούτωνας δέχτηκε να την αφήσει να επιστρέψει στα γήινα, υπό τον όρο να μην την αναζητήσει ο Ορφέας με το βλέμμα του προτού φτάσουν στην επιφάνεια της γης. Όμως, στον δρόμο της επιστροφής Ορφέας έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω, θέλοντας να βεβαιωθεί  πως η Ευρυδίκη τον ακολουθεί. Έτσι την έχασε για πάντα. Η σκηνή του Χορού των Μακαρίων Πνευμάτων εκφράζει τον θρήνο του δύστυχου νέου για την οριστική απώλεια της Ευρυδίκης. Με την όπερά του Ορφέας και Ευρυδίκη ο Γκλουκ ανέτρεψε τα οπερατικά ήθη της εποχής του και επηρέασε σηµαντικότατους συνθέτες, από τον Μότσαρτ έως τον Βάγκνερ. Ο Ορφέας του έγινε µια συµβολική φιγούρα του πνεύµατος του ∆ιαφωτισµού, στην πορεία του από το σκοτάδι του κάτω κόσµου στο φως της ηµέρας.


PAUL TAFFANEL (Μπορντό 1844 – Παρίσι 1908)
Φαντασία πάνω στην όπερα «Ελεύθερος Σκοπευτής» του Carl Maria von Weber, 
για φλάουτο και πιάνο, 187;

Ο Γάλλος φλαουτίστας, μαέστρος και καθηγητής στο Κονσερβατόριο του Παρισιού Paul Taffanel θεωρείται ο θεμελιωτής της λεγόμενης γαλλικής σχολής του φλάουτου και η σημαντικότερη προσωπικότητα, μετά τον Theobald Boehm, στην εξέλιξη του μοντέρνου φλάουτου. Η Ολοκληρωμένη Μέθοδος Φλάουτου και οι 17 Καθημερινές Ασκήσεις που συνέγραψε (την οποία ολοκλήρωσαν οι μαθητές του Louis Fleury και Philippe Gaubert) συγκαταλέγονται μέχρι και σήμερα, διεθνώς, στο βασικό υλικό εκμάθησης του οργάνου. Συνέθεσε ακόμα έργα για φλάουτο και πιάνο που επίσης εντάχθηκαν στο βασικό ρεπερτόριο του φλάουτου. Η Φαντασία πάνω σε θέματα της δημοφιλούς όπερας Ελεύθερος Σκοπευτής (1817-21), της πρώτης μεγάλης ρομαντικής όπερας, του Γερμανού συνθέτη Carl Maria von Weber (1786-1826), είναι ένα από αυτά τα καθιερωμένα έργα ρεπερτορίου. Δεν πρόκειται απλώς για ένα συμπίλημα οπερατικών θεμάτων και παραλλαγών που αναδεικνύει τη δεξιοτεχνία του σολίστ. Αυτή η Φαντασία βασίζεται πάνω σε τρεις άριες (άρια της Agathe “Leise, leise fromme Weise” [πράξη II], άρια του Max [πράξη III, Finale] και αριέτα της Annchen: “Kommt ein schlanker Bursch gegangen”), των οποίων ο μουσικός πλούτος προσδίδει στο κομμάτι έναν χαρακτήρα όχι μόνο λυρικό, αλλά και επικό.

FRÉDÉRIC CHOPIN (Ζελαζόβα Βόλα, 1810 – Παρίσι 1849)
Μαζούρκα σε λα ελάσσονα op.17, no.4 για πιάνο, 1832

Η Μαζούρκα είναι ένας παραδοσιακός πολωνικός χορός. Ο Chopin ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό το είδος όταν στα εφηβικά του χρόνια βρέθηκε στην επαρχία της Πολωνίας. Άκουσε παραδοσιακές τοπικές ορχήστρες να παίζουν μαζούρκες και χρησιμοποίησε στοιχεία τους στις μαζούρκες που συνέθεσε για πιάνο. Έγραψε στο σύνολο τουλαχιστον πενήντα εννέα μαζούρκες. Η αγάπη και η νοσταλγία για την πατρίδα και την οικογένειά, η εθνική υπερηφάνεια, τα βάσανα των συμπατριωτών του είναι τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτά τα μικρά διαμάντια.

Βαλς σε λα ελάσσονα B.150, οp.Posth, no.19 για πιάνο, 1847-1849
Τα Βαλς του Σοπέν είναι γραμμένα στον ρυθμό των 3/4 του βιεννέζικου βαλς, ωστόσο δεν προορίζονταν για χορό αλλά για ακρόαση στα Salon Concerts. Το πρώτο από τα τριανταέξι του Βαλς ο Σοπέν το συνέθεσε σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Οσο ζούσε εξέδωσε μόνο οκτώ, ενώ τα υπόλοιπα ζήτησε να καούν. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν, ευτυχώς, ακόμη έντεκα. Το Βαλς σε λα ελάσσονα είναι έργο της τελευταίας περιόδου της ζωής του συνθέτη και πιθανώς να είναι και το τελευταίο που συνέθεσε. Δημοσιεύτηκε το 1860, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Αρχικά συνθέτρια του έργου θεωρήθηκε η Charlotte de Rothschild, όπως και του Νυχτερινού σε Ντο ελάσσονα. Μόλις το 1955, εκατόν έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Σοπέν, το έργο αποδόθηκε στον σωστό συνθέτη!

Πολωνέζα σε λα μείζονα op.40, no.1 για πιάνο, 1839

Αυτή η ξεχωριστή μουσική φόρμα, που έχει ταυτιστεί στενά με την ιστορία της Πολωνίας, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1573 στην Κρακοβία, την τότε πολωνική πρωτεύουσα, με αφορμή τη στέψη του Γάλλου πρίγκιπα Henri d’Anjou σε βασιλιά της Πολωνίας. Κατά την τελετή στέψης οι αυλικοί και αριστοκράτες σχημάτισαν μια αστραφτερή πομπή συνοδευόμενη από μουσική, που  σηματοδοτούσε τον ρυθμό της πορείας και προσέδιδε μεγαλοπρέπεια και ομορφιά στην περίσταση. Η μουσική αυτή, που συνέθεσε κάποιος μουσικός της αυλής, ενσωμάτωνε εθνικά χαρακτηριστικά των Πολωνών. Ήταν μια μουσική παρουσίαση του πολωνικού λαού στον νέο του μονάρχη. Έτσι γεννήθηκε η polonaise, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε μια ολοκληρωμένη και αρκετά περίτεχνη μουσική φόρμα, αγαπήθηκε από το κοινό και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από συνθέτες ανά τον κόσμο. Η Πολωνέζα σε λα μείζονα φέρει το όνομα Στρατιωτική Πολωνέζα και είναι η γνωστότερη όλων. 

GABRIEL FAURÉ  (Παμιέ 1845 – Παρίσι 1924)
Après un Rêve σε διασκ. για φλάουτο και πιάνο, 1877

Συνθέτης, οργανίστας, πιανίστας και δάσκαλος, o Gabriel Fauré ήταν μία από τις κορυφαίες μουσικές προσωπικότητες της ρομαντικής γαλλικής μουσικής. Το μουσικό του ύφος επηρέασε πολλούς συνθέτες του 20ού αιώνα. Μεταξύ των πιο γνωστών έργων του συγκαταλέγονται τα Pavane, Requiem, Sicilienne, Νυχτερινά για πιάνο, καθώς και τα τραγούδια Après un rêve και Clair de lune. Στο Après un rêve (Μετά από ένα όνειρο) περιγράφεται μια ονειρική, ερωτική απόδραση μακριά από τη γη, «προς το φως». Ωστόσο, με το ξύπνημα, ο ονειροπόλος λαχταρά να επιστρέψει στη «μυστηριώδη νύχτα» και στο εκστατικό ψέμα του ονείρου του. Το κείμενο του τραγουδιού βασίζεται σε ένα ανώνυμο ιταλικό ποίημα, ελεύθερα προσαρμοσμένο στα γαλλικά από τον Romain Bussine.

CLAUDE DEBUSSY (Παρίσι 1862 – 1918)
Rêverie για σόλο πιάνο, 1880-84 

Το 1890 ήταν η χρονιά που ο Claude Debussy είδε με ικανοποίηση να εκδίδονται τα πιανιστικά του έργα Deux Arabesques, Petite Suite και Suite bergamasque. Με μικρότερο ενθουσιασμό αντέδρασε στην απόφαση του εκδότη Eugène Fromont να συμπεριλάβει στην έκδοση και ένα παλαιότερο κομμάτι του, τη Rêverie: «το έγραψα βιαστικά, πριν αρκετά χρόνια (μεταξύ 1880 και 1884). Πρόκειται για μουσική αναλώσιμη, άνευ καλλιτεχνικής αξίας». Η χαμηλή εκτίμηση του συνθέτη για τη Rêverie δεν εμπόδισε πάραυτα την εξέλιξή της σε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια του για πιάνο. Θεωρείται ορόσημο στο έργο του, μιας και παρουσιάζει τα πρωιμότερα δείγματα ιμπρεσιονιστικής γραφής. Το ήρεμο, επαναλαμβανόμενο θέμα της εισαγωγής μοιάζει με κατάβαση στον κόσμο του ονείρου (όπως υποδεικνύει ο τίτλος του), και καθώς η πλοκή της μουσικής γίνεται ολοένα και πιο σύνθετη, τα όνειρα γίνονται εντονότερα και εθιστικά. Η ανάπτυξη μέσα στο κομμάτι προεικονίζει και την εξέλιξη της εν γένει (ιμπρεσιονιστικής) μουσικής του.

CLAUDE DEBUSSY (Παρίσι 1862 – 1918)
Reflets dans l’eau από την πιανιστική συλλογή «Images I», 1905 

Το Reflets dans l’ eau (Αντανακλάσεις στο νερό) αποτελεί το πρώτο από τα έξι κομμάτια της πιανιστικής σουίτας Images (Εικόνες), που χωρίζεται σε δύο τόμους. Το νερό, βασικό στοιχείο του ιμπρεσιονισμού, απαντάται σε πολλές συνθέσεις στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι., αν και κάποιες δεκαετίες πρότερα ο Liszt έβαλε το πρώτο ιμπρεσιονιστικό λίθο συνθέτοντας το Les jeux d’eau à la Villa d’Este (Παιχνίδια του νερού στη Βίλα ντ’ Εστέ), εμπνευσμένος από τα συντριβάνια της περίφημης βίλας στο Τίβολι της Ιταλίας. Η δομή του Reflets dans l’eau είναι αρκετά ελεύθερη και η γραφή του έχει αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα. Ξεκινάει με ένα διάστημα πέμπτης και αναπτύσσεται σταδιακά. Δημιουργεί την εικόνα (και τον ήχο) ενός βότσαλου που πέφτει στο νερό δημιουργώντας πάνω σε αυτό πτυχώσεις και αντανακλάσεις του φωτός. Τέσσερα χρόνια πριν το κομμάτι του Ντεμπισί, ο Maurice Ravel είχε συνθέσει το Jeux d’ eau (Παιχνίδια του νερού), ένα ακόμα αντιπροσωπευτικό δείγμα ιμπρεσιονιστικής γραφής. 

BÉLA BARTÓK (Sânnicolau Mare 1881 – Νέα Υόρκη 1941)
Ρουμάνικοι λαϊκοί χοροί, 1915-1917
για πιάνο/ορχήστρα, σε διασκ. για φλάουτο και πιάνο
1. Χορός με μπαστούνι, 2. Ζωναράδικος, 3. Χορός σε ένα σημείο,
4. Χορός από το Μπουκσουμ, 5. Ρουμάνικη πόλκα, 6. Γρήγορος χορός

 Στα τέλη του 19ου αι., η ουγγρική μουσική είχε εμπνεύσει με μεγάλη επιτυχία σημαντικούς συνθέτες όπως τους Johannes Brahms και Franz Liszt. Οι Ουγγρικές Ραψωδίες του Λιστ και οι Ουγγρικοί Χοροί του Μπραμς είναι τα γνωστότερα έργα με ουγγρικές επιρροές στο κλασικό ρεπερτόριο. Το στιλ αυτών των έργων όμως προήλθε από τη μουσική των τσιγγάνων (Ρομά) και δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ουγγρικής παραδοσιακής μουσικής. Η αυθεντική ουγγρική μουσική απασχόλησε ιδιαιτέρως τους Ούγγρους συνθέτες Béla Bartók και Zoltán Kodály, που ταξίδεψαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Ουγγαρίας, ηχογράφησαν, καταλογογράφησαν και μετέγραψαν χιλιάδες λαϊκές μελωδίες, διασώζοντας το πολύτιμο μουσικό υλικό της χώρας τους. Στη μουσικολογική έρευνά τους συμπεριέλαβαν και την Τρανσυλβανία, περιοχή που τελούσε υπό ουγγρική κατοχή και μόλις το 1920 πέρασε στα εδάφη της Ρουμανίας. Γι αυτό τον λόγο στους ρουμάνικους χορούς εξακριβώνονται έντονες επιρροές από την ουγγρική μουσική. Ο Μπάρτοκ συνέθεσε τους Ρουμάνικους λαϊκούς χορούς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχικά για πιάνο και αργότερα τους μετέγραψε για ορχήστρα.
 

ΛΕΥΚΗ ΚΑΡΠΟΔΙΝΗ 
Corona Valse, 2020 

Το κομμάτι γράφτηκε εν μέσω πανδημίας, κατά την περίοδο του πρώτου εγκλεισμού, τον Μάρτιο του 2020. «Μετά από μια εβδομάδα απομόνωσης ένα μοτίβο τριών νοτών, το οποίο με ακολουθούσε επίμονα για μια εβδομάδα, είχε ανάγκη να αναπνεύσει και να εξελιχθεί. Αρχικά του έδωσα ζωή αυτοσχεδιάζοντας σε 4/4, όμως νομίζω πως είχε ανάγκη για κάτι πιο χορευτικό, για περισσότερη κίνηση ως αντίδραση ίσως στις ημέρες της απομόνωσης, και έτσι μεταλλάχθηκε στο παρόν βαλς. Αμέσως ξύπνησαν μέσα μου τα Βαλς του Chopin και ακολούθησα ενστικτωδώς μια παρόμοια πιανιστική γραφή. Το Corona Valse έχει παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Κορώνης στην αρχική του εκδοχή για σόλο πιάνο και στο Πολιτιστικό και Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου σε διασκευή για βιολί και πιάνο. Έχει αναμεταδοθεί επίσης από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Είναι το πρώτο πιανιστικό έργο που η Λευκή μοιράζεται δημοσίως με το ευρύτερο κοινό.

ASTOR PIAZZOLLA (Μαρ ντελ Πλάτα 1921 – Μπουένος Άιρες 1992)
Café 1930 & Night Club 1960 από την «Histoire du Tango», 1985
για φλάουτο και κιθάρα, σε διασκ. για φλάουτο και πιάνο 

Ο Astor Piazzolla ήταν ο συνθέτης που άλλαξε την ιστορία του τάνγκο, εξελίσσοντας το παραδοσιακό τάνγκο της Αργεντινής στο nuevo tango. Διέθετε εκείνη τη σπάνια μουσική αντίληψη που τον κατέστησε ικανό να μετατρέψει μια μικρή μουσική φόρμα όπως το τάνγκο σε ένα εκφραστικό μέσο με τεράστιο βάθος και εύρος. Επίσης διέθετε την ικανότητα να πλάθει μια καινούργια πραγματικότητα και να αποτολμά αυτό που άλλοι θεωρούσαν αδύνατο. Ενσάρκωνε τη συνεχή υπέρβαση, η ίδια η μουσική του υπερέβαινε διαρκώς τα όριά της. Είχε πολύ καλές θεωρητικές γνώσεις της κλασικής μουσικής, που είχαν ως επακόλουθο να γράφει έργα πολυσύνθετα και απαιτητικά στην ερμηνεία. Όσο εμβαθύνει κάποιος στο έργο του τόσο περισσότερο του αποκαλύπτεται η συναρπαστική ποιότητά του. Πρόκειται για μουσική που εκφράζει ειλικρινές συναίσθημα και τραγικότητα γιατί δεν εμπεριέχει ίχνος φορμαλισμού ή «εμπορικής» συναισθηματικότητας, όπως εκείνη άλλων σύγχρονών του συνθετών. Είναι απότοκο της πρόσμιξης παραδόσεων του Μπουένος Άιρες, καθώς και επιρροών ισπανικών, ιταλικών, γερμανικών, εβραϊκών, επιρροών από τους αυτόχθονες της Αμερικής και από τη τζαζ μουσική. Όλα αυτά καθιστούν τη μουσική του Πιασόλα πολυπολιτισμική και οικεία σε κάθε αποδέκτη της, ανεξαρτήτως καταγωγής.
   Το τάνγκο γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αι. και ήκμασε στην περιοχή του Ρίο ντε λα Πλάτα, από μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο. Τα πρώτα τάνγκο παίζονταν σε οίκους ανοχής, στη συνέχεια σε αίθουσες χορού, καφέ, ζαχαροπλαστεία, κινηματογράφους, θέατρα και καμπαρέ. Αρχικά αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τον «καλό κόσμο» της αστικής τάξης, στα προκατειλημμένα μάτια της οποίας παρέμενε συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο. Ήταν η συγκυριακή επιτυχία στις αρχές του 20ού αι. και η εξέλιξή του σε μόδα στα σαλόνια του Παρισιού και αργότερα της υπόλοιπης Ευρώπης και της Αμερικής (δείπνα-τάνγκο, διαγωνισμοί-τάνγκο, χρώμα-τάνγκο, σαμπάνια-τάνγκο, φούστα-τάνγκο… «διεθνές καπρίτσιο» κατά τον ποιητή Οράσιο Φερέρ) που το έκανε εντέλει αποδεκτό και στη σεμνότυφη αριστοκρατία της γενέτειράς του. Με το έργο του Histoire du tango ο Πιασόλα σκιαγραφεί τέσσερα στάδια της εξέλιξης του τάνγκο: Bordelle 1900, Café 1930, Nightclub 1960 και Concert d’Aujourd’hui, δηλαδή από τα μπορδέλα του Μπουένος Άιρες στο τάνγκο όπως παρουσιάζεται σήμερα στις αίθουσες συναυλιών. Το Café 1930 αντιπροσωπεύει την περίοδο που το τάνγκο έγινε πιο ρομαντικό. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να το χορεύουν προτιμώντας να το ακούνε. Το Night Club 1960 αντικατοπτρίζει την επιρροή της τρέλας της bossa nova. Το κοινό συνέρρεε στα νυχτερινά κέντρα για να ακούσει με πάθος το νέο τάνγκο με τις βραζιλιάνικες επιρροές.

  

SALON CONCERT
Recital for Flute & Piano
Natalia Gerakis
&
Lefki Karpodini

19.12.2021
Private Venue, Athens, Greece

The concept of spiritual and artistic exchange within a small familiar environment was first developed in France in the 17th and 18th centuries, during the Enlightenment and the French Revolution, when the Salon (= “big room”) became an important space and field for political debate. In the lounges of French intellectuals the guests could enjoy performances, concerts, lectures and drinks. Salon Concerts became very popular in the 19th century, when a whole kind of “salon music” was developed, mainly for piano. Works by Schubert, Schumann, the Nocturnes, Preludes, Waltzes, Mazurkas and Imrpovisations by  Chopin  were the ideal repertoire for these musical evenings, as well as the masterful Fantasies  on operatic themes for various instruments and the emotional songs.

The program includes works by Gluck, Chopin, Taffanel, Fauré, Debussy, Bártok, Piazzolla and Karpodini.

PROGRAM
  • CHRISTOPH WILLIBALD GLUCK
    • Dance of the blessed spirits
      from the opera “Orpheus & Euridice”
  • PAUL TAFFANEL
    • Fantasie on the opera “Der Freischütz”
      by Carl Maria von Weber
  • FRÉDÉRIC CHOPIN
    • Mazurka in a minor op.17, no.4
      Vals in a minor no.19, B.150 op.Posth
      Polonaise in A major op.40, no.1
  • GABRIEL FAURÉ
    • Après un Rêve
  • CLAUDE DEBUSSY
    • Rêverie
      Reflets dans l’eau
  • BÉLA BARTÓK
    • Rumanian Folk Dances
  • LEFKI KARPODINI
    • Corona Valse
  • ASTOR PIAZZOLLA
    • Café 1930 & Night Club 1960 


PROGRAM NOTES

CHRISTOPH WILLIBALD GLUCK (1714 –  1787)
Dance of the blessed spirits from the opera  «Orpheus & Euridice», 1762
trans. for flute and piano

According to mythology, Orpheus was the first poet and inspirational singer. He learned the lyre from Apollo. He enchanted with her even the gods of the underworld, when he went down to Hades to claim his beloved Eurydice who had died from a snake bite. Pluto agreed to let her return to earth, provided that Orpheus did not look for her with his eyes before they reached the surface of the earth. On the way back, however, Orpheus turned his head back, wanting to make sure that Eurydice was following him. So he lost her forever. The scene of the Dance of the Blessed Spirits expresses the grief of the unfortunate young man for the final loss of Eurydice. With the opera of Orpheus and Eurydice, Gluck overturned the operatic manners of his time and influenced very important composers, from Mozart to Wagner. Orpheus became a symbolic figure of the spirit of the Enlightenment, on his way from the darkness of the underworld to the light of day.

PAUL TAFFANEL (1844 – 1908)
Fantasy on a theme from the opera “Der Freischütz” by Carl Maria von Weber,
for flute and piano, 187;

The French flutist, conductor and professor at the Paris Conservatory Paul Taffanel is considered the founder of the so-called French school of flute and the most important figure after Theobald Boehm in the evolution of the modern flute. The Complete Flute Method and the 17 Daily Exercises he wrote (completed by students of Louis Fleury and Philippe Gaubert) are still to this day, internationally, the basic learning material of the instrument. He also composed works for flute and piano that were also included in the basic repertoire of the flute. The fantasy on themes of the popular opera “Der Freitschutz” (1817-21) – the first major romantic opera by the German composer Carl Maria von Weber (1786-1826) – is one of these well-established repertoire works. It is not just a combination of operatic themes and variations that highlights the skills of the soloist. This Fantasy is based on three arias (Agathe arias “Leise, leise fromme Weise” [act II], Max arias [act III, Finale] and Annchen aria: “Kommt ein schlanker Bursch gegangen”), of which musical richness gives the piece a character not only lyrical but also epic.

FRÉDÉRIC CHOPIN (1810 – 1849)
Μazurka in a minor op.17, no.4 for piano, 1832

Mazurka is a traditional Polish dance. Chopin first came in contact with this dance form when he was in the Polish countryside as a teenager. He listened to traditional local orchestras playing mazurkas and used their elements in the mazurkas he composed for piano. He wrote a total of at least fifty-nine mazurkas. The love and nostalgia for the homeland and the family, the national pride, the sufferings of his compatriots are the feelings that are reflected in these little diamonds.

Valse in a minor B.150, οp.Posth, no.19 for piano, 1847-1849

Chopin Valses are written in the rhythm of 3/4 of the Viennese Waltz, however they were not intended for dancing but for listening at the Salon Concerts. Chopin composed the first of the Valses at the age of fourteen. During his lifetime he published only eight, while the rest of them, he asked to be burned. Fortunately, eleven more were published after his death. The Valse in a minor is a work of the late period of the composer’s life and is probably the last one he composed. It was published in 1860-eleven years after his death. Charlotte de Rothschild was originally considered the composer of the work, as well as of the Nocturne in C minor. Only in 1955 was  the work attributed to the right composer!

Polonaise in a major op.40, no.1 for piano, 1839

This distinctive musical form, closely identified with the history of Poland, was first introduced in 1573 in Krakow, the Polish capital at the time, on the occasion of the coronation of French Prince Henri d’Anjou as King of Poland. During the coronation ceremony, the courtiers and aristocrats formed a grand procession accompanied by music, which gave the pace of the procession and added grandeur and beauty to the occasion. This music, composed by a court musician, incorporated national characteristics of the Poles. It was a musical presentation of the Polish people to their new monarch. Thus polonaise was born, which gradually evolved into a complete and quite elaborate musical form, loved by the public and widely used by composers around the world. The Polonaise in A major is called Military Polonaise and is the most famous of all.

GABRIEL FAURÉ  (1845 – 1924)
Après un Rêve trans. for flute and piano , 1877

Composer, organist, pianist and teacher, Gabriel Fauré was one of the leading musical figures in Romantic French music. His musical style influenced many composers of the 20th century. Among his most famous works are Pavane, Requiem, Sicilienne, Nocturnes for piano, as well as the songs Après un rêve and Clair de lune. Après un rêve (After a Dream) describes a dreamy, erotic escape away from the earth, “to the light”. However, upon awakening, the dreamer longs to return to the “mysterious night” and the ecstatic lie of his dream. The lyrics are based on an anonymous Italian poem, freely adapted into French by Romain Bussine.

CLAUDE DEBUSSY (1862 – 1918)
Rêverie for solo piano, 1880-84

1890 was the year that Claude Debussy was pleased to see his piano works Deux Arabesques, Petite Suite and Suite Βergamasque published. He reacted with less enthusiasm to the decision of the publisher Eugène Fromont to include in the edition an older work of his, Rêverie: “I wrote it in a hurry, several years ago (between 1880 and 1884). It is consumable music, without artistic value “. The composer’s low rating for Rêverie did not prevent the piece from becoming one of his most played piano pieces.  It is considered a milestone in his work, as it presents the earliest examples of Impressionist writing. The calm, repetitive theme of the introduction is like a descent into the dream world (as its title suggests), and as the plot of the music becomes more and more complex, the dreams become more intense and addictive. The development within the piece also foreshadows the evolution of his (impressionist) music in general.

CLAUDE DEBUSSY (1862 – 1918)
Reflets dans l’eau from the piano album «Images I», 1905

Reflets dans l ‘eau (Reflections in the Water) is the first of six pieces in the Images piano suite, which is divided into two volumes. Water, a key element of Impressionism, is found in many compositions in the late 19th and early 20th centuries, although a few decades ago Liszt laid the first Impressionistic stone by composing Les jeux d’eau à la Villa d’Este ( Water toys in Villa d’Este), inspired by the fountains of the famous villa in Tivoli, Italy. The structure of Reflets dans l’eau is quite free and its writing is improvised. It starts with an interval of a fifth and develops gradually. It creates the image (and sound) of a pebble falling into the water, creating folds and reflections of light on it. Four years before Debussy’s piece, Maurice Ravel composed Jeux d ‘eau (Water Games), another representative example of Impressionist writing.

BÉLA BARTÓK (1881 –  1941)
Rumanian Folk Dances, 1915-1917
trans. for flute and piano

  1. Dance with a stick, 2. Sash Dance 3. Dance on a spot
  2. Dance from Bucsum, 5. Romanian Polka, 6. Fast dance

By the end of the 19th century, Hungarian music had successfully inspired important composers such as Johannes Brahms and Franz Liszt. List’s Hungarian Rhapsodies and Brahms’ Hungarian Dances are the best-known works with Hungarian influences in the classical repertoire. The style of these works, however, came from the music of the gypsies (Roma) and is not a representative sample of Hungarian traditional music. Authentic Hungarian music was of particular interest to Hungarian composers Béla Bartók and Zoltán Kodály, who traveled to remote parts of Hungary, recording, cataloging and transcribing thousands of folk melodies, preserving their country’s valuable musical material. Their musicological research also included Transylvania, an area that was under Hungarian occupation and only in 1920 passed into Romanian territory. For this reason, strong influences from Hungarian music are evident in Romanian dances. Bartók composed the Romanian folk dances during World War I, initially for piano and later for orchestra.
 

LEFKI KARPODINI
Corona Valse, 2020

This piano piece was written in the middle of a pandemic, during the period of the first incarceration, in March 2020. “After a week of isolation, a three-note pattern, which followed me persistently for a week, needed to breathe and evolve. Initially I gave it life by improvising in 4/4, but I think it needed  more movement as a reaction maybe to the days of isolation, and so it mutated into the present waltz. Chopin’s Waltzes immediately awoke in me and I instinctively followed a similar piano writing. Corona Valse has been presented at the Koroni Festival in its original version for solo piano and at the Cultural and Conference Center of Heraklion transcribed for violin and piano. It has also been rebroadcast by the Third Program of the Hellenic Radio. It is the first piano work that the pianist shares with the general public.

ASTOR PIAZZOLLA ( 1921 – 1992)
Café 1930 & Night Club 1960 from «Histoire du Tango», 1985
trans. for flute and piano  

Astor Piazzolla was the composer who changed the history of tango, developing the traditional Argentine tango into nuevo tango. He possessed that rare musical perception that enabled him to transform a small musical form such as the tango into an expressive medium with enormous depth and breadth. He also had the ability to create a new reality and dared what others considered impossible. He embodied the constant transcendence, his music itself constantly exceeded its limits. He had a very good theoretical knowledge of classical music, which resulted in him writing complex and interpretation- wise demanding works. The deeper one goes in his work, the more his fascinating quality is revealed to him. It is music that expresses sincere emotion and tragedy because it does not contain a trace of formalism or “commercial” sentimentality, like that of other contemporary composers. It is a product of the mixture of traditions of Buenos Aires, as well as influences of Spanish, Italian, German, Jewish, influences from the natives of America and jazz music. All this makes Piazzolla’s music multicultural and familiar to every recipient, regardless of origin.
Tango was born in the late 19th century. and flourished in the Rio de la Plata area, from immigrants to Buenos Aires and Montevideo. The first tangos were played in brothels, then in dance halls, cafes, patisseries, cinemas, theatre halls and cabarets. At first it was received with hostility by the “good world” of the bourgeoisie, in whose prejudiced eyes it remained related to the underworld. It was the conjunctural success in the early 20th century  and its evolution into fashion in the salons of Paris and later of the rest of Europe and America (dinners-tango, competitions-tango, color-tango, champagne-tango, skirt-tango … “international whim” according to the poet Horace Ferrer ) which  had as a result finally to be accepted also by the modest aristocracy of his birthplace. With his work Histoire du Tango Piazzolla outlines four stages in the evolution of tango: Bordelle 1900, Café 1930, Nightclub 1960 and Concert d’Aujourd’hui, from the Buenos Aires brothel to the tango as it is presented today in concert halls. Café 1930 represents the period when tango became more romantic. People stopped dancing, preferring rather to listen to it. Night Club 1960 reflects the influence of bossa nova madness. The audience flocked to the nightclubs to listen passionately to the new tango with Brazilian influences.